- λευκέρυθρος
- λευκ-έρυθρος, ον,A whitish red,
χροιαί Arist.Phgn.806b4
; of persons, Ptol.Tetr.143.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χροιαί Arist.Phgn.806b4
; of persons, Ptol.Tetr.143.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λευκέρυθρος — η, ο (AM λευκέρυθρος, ον Α και λευκοέρυθρος, ον) λευκός και ερυθρός, ερυθρόλευκος, ασπροκόκκινος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο) * + ἐρυθρός] … Dictionary of Greek
λευκέρυθρον — λευκέρυθρος whitish red masc/fem acc sg λευκέρυθρος whitish red neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λευκερύθρους — λευκέρυθρος whitish red masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λευκέρυθροι — λευκέρυθρος whitish red masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λευκ(ο)- — (AM λευκ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθετο λευκός. Τα σύνθ. στα οποία εμφανίζεται είναι προσδιοριστικού τύπου (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β , πρβλ. λευκοθώραξ, λευκοπρόσωπος) με… … Dictionary of Greek
λευκερυθρόχρους — λευκερυθρόχρους, ουν και οος, οον (Μ) λευκέρυθρος, με χρώμα ασπροκόκκινο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λευκέρυθρος + χροῦς«χρώμα» (πρβλ. κυανό χρους, υαλό χρους)] … Dictionary of Greek
λευκερυθροφωσφόρος — λευκερυθροφωσφόρος, ον (Μ) λευκέρυθρος που φωσφορίζει … Dictionary of Greek
λευκοέρυθρος — λευκοέρυθρος, ον (Α) βλ. λευκέρυθρος … Dictionary of Greek